- σφαγιάστηκε
- бил заклан
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αθανασία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η μάρτυς. Σφαγιάστηκε στον διωγμό του Διοκλητιανού, για τη χριστιανική της πίστη, μαζί με τις τρεις κόρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. 2. Η οσία. Μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της,… … Dictionary of Greek
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek
Αθαλία — I (9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841 835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε… … Dictionary of Greek
Αναστασία — I Όνομα αγίων γυναικών τηςΑνατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 1. Α. (και βασίλισσα). Ρωμαία ευγενής, η οποία μαζί με τη βασίλισσα επί Νέρωνα βοήθησε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στο έργο τους στη Ρώμη. Μετά τον θάνατο των… … Dictionary of Greek
Βαν, λίμνη — (Van). Αλμυρή λίμνη (3.760 τ.χλμ.) της ανατολικής Τουρκίας, στα εδάφη της Αρμενίας, 100 χλμ. ΝΔ του ηφαιστειακού συστήματος του όρους Αραράτ. Βρίσκεται σε υψόμετρο 1.720 μ. και έχει βάθος το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 70 και 100 μ. Είναι αρκετά… … Dictionary of Greek
Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… … Dictionary of Greek
Ημερησία — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Σμυρναϊκή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1899 από τον Ιω. Αναστασιάδη. Το 1906 η εφημερίδα μεταβιβάστηκε στον Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, ο οποίος σφαγιάστηκε το 1922, μαζί με τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Η εφημερίδα … Dictionary of Greek
Θίβρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σπαρτιάτης στρατηγός (; – 391 π.Χ.). Το 399 π.Χ. στάλθηκε στη Μικρά Ασία, ως αρμοστής στρατιάς από 1.000 Λακεδαιμόνιους, 3.000 Πελοποννήσιους και 300 Αθηναίους ιππείς, για να υπερασπιστεί και να προστατεύσει τις… … Dictionary of Greek
Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… … Dictionary of Greek
Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… … Dictionary of Greek